Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eseguìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ezeˈgwire]

εκτελώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eseguibilità esempio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esegeta (ουσ αρσ και θηλ.)
esegetica (θηλ.ουσ)
esegetico (επίθ.)
eseguibile (αρσ. επίθ και ουσ)
eseguibilità (θηλ.ουσ)
eseguire (ρ. μτβ.)
esempio (ουσ αρσ )
esemplare (ουσ αρσ )
esemplare (επίθ.)
esemplarità (θηλ.ουσ)
esemplificare (ρ. μτβ.)
esemplificativo (επίθ.)
esemplificazione (θηλ.ουσ)
esentare (ρ. μτβ.)
esentarsi (ρ.μ. (αντων.))
esentasse (επίθ.)
esente (επίθ.)
esenzione (θηλ.ουσ)
esequie (θηλ.ουσ)
esercente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---