Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esèquie  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eˈzɛkwje]

1 επικήδεια τελετή
2 κηδεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esenzione esercente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esentare (ρ. μτβ.)
esentarsi (ρ.μ. (αντων.))
esentasse (επίθ.)
esente (επίθ.)
esenzione (θηλ.ουσ)
esequie (θηλ.ουσ)
esercente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esercire (ρ. μτβ.)
esercitabile (επίθ.)
esercitare (ρ. μτβ.)
esercitarsi (ρ.μ. (αντων.))
esercitato (επίθ.)
esercitazione (θηλ.ουσ)
esercito (ουσ αρσ )
esercizio (ουσ αρσ )
esergo (ουσ αρσ )
esfogliazione (θηλ.ουσ)
esibire (ρ. μτβ.)
esibirsi (ρ.μ. (αντων.))
esibitore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---