Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esercitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ezerʧiˈtare]

ασκώ, γυμνάζω

esercitarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ezerʧiˈtarsi]

ασκούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esercitabile esercitato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esenzione (θηλ.ουσ)
esequie (θηλ.ουσ)
esercente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esercire (ρ. μτβ.)
esercitabile (επίθ.)
esercitare (ρ. μτβ.)
esercitarsi (ρ.μ. (αντων.))
esercitato (επίθ.)
esercitazione (θηλ.ουσ)
esercito (ουσ αρσ )
esercizio (ουσ αρσ )
esergo (ουσ αρσ )
esfogliazione (θηλ.ουσ)
esibire (ρ. μτβ.)
esibirsi (ρ.μ. (αντων.))
esibitore (αρσ. επίθ και ουσ)
esibizione (θηλ.ουσ)
esibizionismo (ουσ αρσ )
esibizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esibizionistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---