Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esercitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezerʧiˈtato]

1 γυμνασμένος
2 εκπαιδευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esercitarsi esercitazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esercente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esercire (ρ. μτβ.)
esercitabile (επίθ.)
esercitare (ρ. μτβ.)
esercitarsi (ρ.μ. (αντων.))
esercitato (επίθ.)
esercitazione (θηλ.ουσ)
esercito (ουσ αρσ )
esercizio (ουσ αρσ )
esergo (ουσ αρσ )
esfogliazione (θηλ.ουσ)
esibire (ρ. μτβ.)
esibirsi (ρ.μ. (αντων.))
esibitore (αρσ. επίθ και ουσ)
esibizione (θηλ.ουσ)
esibizionismo (ουσ αρσ )
esibizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esibizionistico (επίθ.)
esigente (επίθ.)
esigenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---