Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esibitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ezibiˈtore]

εκθέτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esibirsi esibizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esercizio (ουσ αρσ )
esergo (ουσ αρσ )
esfogliazione (θηλ.ουσ)
esibire (ρ. μτβ.)
esibirsi (ρ.μ. (αντων.))
esibitore (αρσ. επίθ και ουσ)
esibizione (θηλ.ουσ)
esibizionismo (ουσ αρσ )
esibizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esibizionistico (επίθ.)
esigente (επίθ.)
esigenza (θηλ.ουσ)
esigere (ρ. μτβ.)
esigibile (επίθ.)
esigibilità (θηλ.ουσ)
esiguità (θηλ.ουσ)
esiguo (επίθ.)
esilarante (επίθ.)
esilarare (ρ. μτβ.)
esilararsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---