Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esìguo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈziguo]

1 μηδαμινός
2 ασήμαντος
3 μικρός
4 λίγος
5 λιγοστός
6 ανεπαρκής
7 γλίσχρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esiguità esilarante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esigenza (θηλ.ουσ)
esigere (ρ. μτβ.)
esigibile (επίθ.)
esigibilità (θηλ.ουσ)
esiguità (θηλ.ουσ)
esiguo (επίθ.)
esilarante (επίθ.)
esilarare (ρ. μτβ.)
esilararsi (ρ.μ. (αντων.))
esile (επίθ.)
esiliare (ρ. μτβ.)
esiliarsi (ρ.μ. (αντων.))
esiliato (ουσ αρσ )
esiliato (επίθ.)
esilio (ουσ αρσ )
esilità (θηλ.ουσ)
esimente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esimere (ρ. μτβ.)
esimersi (ρ.μ. (αντων.))
esimio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---