Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èsile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛzile]

1 εξασθενημένος
2 ανεπαρκής
3 αδύναμος
4 έτοιμος να λιποθυμήσει
5 ανίσχυρος
6 λυγερός
7 ισχνός
8 αδύνατος
9 λεπτός
10 λεπτοκαμωμένος
11 ευπαθής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esilararsi esiliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esiguità (θηλ.ουσ)
esiguo (επίθ.)
esilarante (επίθ.)
esilarare (ρ. μτβ.)
esilararsi (ρ.μ. (αντων.))
esile (επίθ.)
esiliare (ρ. μτβ.)
esiliarsi (ρ.μ. (αντων.))
esiliato (ουσ αρσ )
esiliato (επίθ.)
esilio (ουσ αρσ )
esilità (θηλ.ουσ)
esimente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esimere (ρ. μτβ.)
esimersi (ρ.μ. (αντων.))
esimio (επίθ.)
Esiodo (κύρ.όν. αρσ.)
esistente (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenza (θηλ.ουσ)
esistenziale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---