Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Esìodo
κύριο όνομα αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈziodo]

Ησίοδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esimio esistente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esilità (θηλ.ουσ)
esimente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esimere (ρ. μτβ.)
esimersi (ρ.μ. (αντων.))
esimio (επίθ.)
Esiodo (κύρ.όν. αρσ.)
esistente (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenza (θηλ.ουσ)
esistenziale (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenzialismo (ουσ αρσ )
esistenzialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esistenzialistico (επίθ.)
esistere (ρ.αμτβ.)
esitabile (επίθ.)
esitabilità (θηλ.ουσ)
esitante (επίθ.)
esitare (ρ.αμτβ.)
esitare (ρ. μτβ.)
esitazione (θηλ.ουσ)
esito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---