Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esistènte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ezisˈtɛnte]

1 υπαρκτός
2 υπάρχων
3 ενυπόστατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Esiodo esistenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esimente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esimere (ρ. μτβ.)
esimersi (ρ.μ. (αντων.))
esimio (επίθ.)
Esiodo (κύρ.όν. αρσ.)
esistente (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenza (θηλ.ουσ)
esistenziale (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenzialismo (ουσ αρσ )
esistenzialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esistenzialistico (επίθ.)
esistere (ρ.αμτβ.)
esitabile (επίθ.)
esitabilità (θηλ.ουσ)
esitante (επίθ.)
esitare (ρ.αμτβ.)
esitare (ρ. μτβ.)
esitazione (θηλ.ουσ)
esito (ουσ αρσ )
esiziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---