Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èsito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛzito]

το αποτέλεσμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esitazione esiziale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esitabilità (θηλ.ουσ)
esitante (επίθ.)
esitare (ρ.αμτβ.)
esitare (ρ. μτβ.)
esitazione (θηλ.ουσ)
esito (ουσ αρσ )
esiziale (επίθ.)
eskimo (ουσ αρσ )
eslege (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esocarpo (ουσ αρσ )
esocrino (επίθ.)
esoderma (ουσ αρσ )
esodermide (θηλ.ουσ)
esodo (ουσ αρσ )
esodo (ουσ αρσ )
esofageo (επίθ.)
esofago (ουσ αρσ )
esoftalmo (ουσ αρσ )
esogamia (θηλ.ουσ)
esogamico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---