Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esitànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eziˈtante]

1 αναποφάσιστος
2 άτολμος
3 παραπαίων
4 διστακτικός
5 αμφιταλαντευόμενος
6 αμφίρροπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esitabilità esitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esistenzialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esistenzialistico (επίθ.)
esistere (ρ.αμτβ.)
esitabile (επίθ.)
esitabilità (θηλ.ουσ)
esitante (επίθ.)
esitare (ρ.αμτβ.)
esitare (ρ. μτβ.)
esitazione (θηλ.ουσ)
esito (ουσ αρσ )
esiziale (επίθ.)
eskimo (ουσ αρσ )
eslege (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esocarpo (ουσ αρσ )
esocrino (επίθ.)
esoderma (ουσ αρσ )
esodermide (θηλ.ουσ)
esodo (ουσ αρσ )
esodo (ουσ αρσ )
esofageo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---