Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esocàrpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezoˈkarpo]

1 περικάρπιο
2 εξωκάρπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eslege esocrino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esitazione (θηλ.ουσ)
esito (ουσ αρσ )
esiziale (επίθ.)
eskimo (ουσ αρσ )
eslege (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esocarpo (ουσ αρσ )
esocrino (επίθ.)
esoderma (ουσ αρσ )
esodermide (θηλ.ουσ)
esodo (ουσ αρσ )
esodo (ουσ αρσ )
esofageo (επίθ.)
esofago (ουσ αρσ )
esoftalmo (ουσ αρσ )
esogamia (θηλ.ουσ)
esogamico (επίθ.)
esogamo (επίθ.)
esogeno (επίθ.)
esonerare (ρ. μτβ.)
esonerato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---