Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esoftàlmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezofˈtalmo]

εξόφθαλμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esofago esogamia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esodermide (θηλ.ουσ)
esodo (ουσ αρσ )
esodo (ουσ αρσ )
esofageo (επίθ.)
esofago (ουσ αρσ )
esoftalmo (ουσ αρσ )
esogamia (θηλ.ουσ)
esogamico (επίθ.)
esogamo (επίθ.)
esogeno (επίθ.)
esonerare (ρ. μτβ.)
esonerato (αρσ. επίθ και ουσ)
esonero (ουσ αρσ )
esopico (επίθ.)
Esopo (κύρ.όν. αρσ.)
esorbitante (επίθ.)
esorbitanza (θηλ.ουσ)
esorbitare (ρ.αμτβ.)
esorcismo (ουσ αρσ )
esorcista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---