Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esòpico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈzɔpiko]

Αισώπειος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esonero Esopo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esogamo (επίθ.)
esogeno (επίθ.)
esonerare (ρ. μτβ.)
esonerato (αρσ. επίθ και ουσ)
esonero (ουσ αρσ )
esopico (επίθ.)
Esopo (κύρ.όν. αρσ.)
esorbitante (επίθ.)
esorbitanza (θηλ.ουσ)
esorbitare (ρ.αμτβ.)
esorcismo (ουσ αρσ )
esorcista (ουσ αρσ και θηλ.)
esorcistico (επίθ.)
esorcizzare (ρ. μτβ.)
esorcizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esorcizzazione (θηλ.ουσ)
esordiente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esordio (ουσ αρσ )
esordire (ρ.αμτβ.)
esornativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---