Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesorbitànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ezorbiˈtantsa] 1 υπερβασία 2 άκρο 3 υπερβολή 4 ακρότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |