Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esortatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezortaˈtivo]

1 παρακελευσματικός
2 παρακινητικός
3 παραινετικός
4 προτρεπτικός
5 ενθαρρυντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esortare esortatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esordiente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esordio (ουσ αρσ )
esordire (ρ.αμτβ.)
esornativo (επίθ.)
esortare (ρ. μτβ.)
esortativo (επίθ.)
esortatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esortazione (θηλ.ουσ)
esoscheletro (ουσ αρσ )
esosfera (θηλ.ουσ)
esosità (θηλ.ουσ)
esoso (επίθ.)
esostosi (θηλ.ουσ)
esoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
esoterismo (ουσ αρσ )
esotermico (επίθ.)
esoticità (θηλ.ουσ)
esotico (επίθ.)
esotismo (ουσ αρσ )
esotizzante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---