Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esordìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ezorˈdire]

1 αρχίζω καριέρα
2 ντεμπουτάρω
3 ξεκινώ
4 εκκινώ
5 κάνω τα πρώτα βήματα
6 αρχίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esordio esornativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esorcizzare (ρ. μτβ.)
esorcizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esorcizzazione (θηλ.ουσ)
esordiente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esordio (ουσ αρσ )
esordire (ρ.αμτβ.)
esornativo (επίθ.)
esortare (ρ. μτβ.)
esortativo (επίθ.)
esortatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esortazione (θηλ.ουσ)
esoscheletro (ουσ αρσ )
esosfera (θηλ.ουσ)
esosità (θηλ.ουσ)
esoso (επίθ.)
esostosi (θηλ.ουσ)
esoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
esoterismo (ουσ αρσ )
esotermico (επίθ.)
esoticità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---