Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esòso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈzɔzo], [eˈzɔzo]

1 φρικτά μίζερος
2 τσιγκούνης
3 παρατραβηγμένος
4 υπερβολικός
5 πλεονέκτης
6 άπληστος
7 ευτελής
8 φιλάργυρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esosità esostosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esortatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esortazione (θηλ.ουσ)
esoscheletro (ουσ αρσ )
esosfera (θηλ.ουσ)
esosità (θηλ.ουσ)
esoso (επίθ.)
esostosi (θηλ.ουσ)
esoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
esoterismo (ουσ αρσ )
esotermico (επίθ.)
esoticità (θηλ.ουσ)
esotico (επίθ.)
esotismo (ουσ αρσ )
esotizzante (επίθ.)
esotossina (θηλ.ουσ)
espandere (ρ. μτβ.)
espandersi (ρ.μ. (αντων.))
espansibile (επίθ.)
espansibilità (θηλ.ουσ)
espansione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---