Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esoterìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezoteˈrizmo]

1 εσωτερισμός
2 εσωτερικισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esoterico esotermico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esosfera (θηλ.ουσ)
esosità (θηλ.ουσ)
esoso (επίθ.)
esostosi (θηλ.ουσ)
esoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
esoterismo (ουσ αρσ )
esotermico (επίθ.)
esoticità (θηλ.ουσ)
esotico (επίθ.)
esotismo (ουσ αρσ )
esotizzante (επίθ.)
esotossina (θηλ.ουσ)
espandere (ρ. μτβ.)
espandersi (ρ.μ. (αντων.))
espansibile (επίθ.)
espansibilità (θηλ.ουσ)
espansione (θηλ.ουσ)
espansionismo (ουσ αρσ )
espansionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espansionistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---