Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espansionìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [espansjoˈnistiko]

ο του επεκτατισμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espansionista espansività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espansibile (επίθ.)
espansibilità (θηλ.ουσ)
espansione (θηλ.ουσ)
espansionismo (ουσ αρσ )
espansionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espansionistico (επίθ.)
espansività (θηλ.ουσ)
espansivo (επίθ.)
espanso (επίθ.)
espansore (ουσ αρσ )
espatriare (ρ.αμτβ.)
espatrio (ουσ αρσ )
espediente (αρσ. επίθ και ουσ)
espellere (ρ. μτβ.)
esperantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esperanto (αρσ. επίθ και ουσ)
esperia (θηλ.ουσ)
esperibile (επίθ.)
esperidi (θηλ. ουσ πληθ.)
esperidio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---