Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esperìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [espeˈribile]

1 επιχειρήσιμος
2 άξιος να προσπαθήσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esperia esperidi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espediente (αρσ. επίθ και ουσ)
espellere (ρ. μτβ.)
esperantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esperanto (αρσ. επίθ και ουσ)
esperia (θηλ.ουσ)
esperibile (επίθ.)
esperidi (θηλ. ουσ πληθ.)
esperidio (ουσ αρσ )
esperienza (θηλ.ουσ)
esperimentare (ρ. μτβ.)
esperimento (ουσ αρσ )
esperio (επίθ.)
espero (ουσ αρσ )
esperto (ουσ αρσ )
esperto (επίθ.)
espettorante (επίθ.)
espettorare (ρ. μτβ.)
espettorato (αρσ. επίθ και ουσ)
espettorazione (θηλ.ουσ)
espiabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---