Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espettoràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [espettoˈrato]

1 πτύελο
2 απόχρεμμα
3 φλέμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espettorare espettorazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espero (ουσ αρσ )
esperto (ουσ αρσ )
esperto (επίθ.)
espettorante (επίθ.)
espettorare (ρ. μτβ.)
espettorato (αρσ. επίθ και ουσ)
espettorazione (θηλ.ουσ)
espiabile (επίθ.)
espiantare (ρ. μτβ.)
espianto (ουσ αρσ )
espiare (ρ. μτβ.)
espiatore (ουσ αρσ )
espiatore (επίθ.)
espiatorio (επίθ.)
espiazione (θηλ.ουσ)
espirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
espiratore (αρσ. επίθ και ουσ)
espiratorio (επίθ.)
espirazione (θηλ.ουσ)
espletamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---