Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόèspero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛspero] 1 δυτικός άνεμος 2 δυτικός 3 Έσπερος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |