Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [espiˈare]

1 επανορθώνω
2 ανταμείβω
3 εξυπηρετώ
4 αποζημιώνω
5 εξιλεώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espianto espiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espettorato (αρσ. επίθ και ουσ)
espettorazione (θηλ.ουσ)
espiabile (επίθ.)
espiantare (ρ. μτβ.)
espianto (ουσ αρσ )
espiare (ρ. μτβ.)
espiatore (ουσ αρσ )
espiatore (επίθ.)
espiatorio (επίθ.)
espiazione (θηλ.ουσ)
espirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
espiratore (αρσ. επίθ και ουσ)
espiratorio (επίθ.)
espirazione (θηλ.ουσ)
espletamento (ουσ αρσ )
espletare (ρ. μτβ.)
espletivo (επίθ.)
esplicabile (επίθ.)
esplicare (ρ. μτβ.)
esplicativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---