Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esplicàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [espliˈkabile]

1 ευεξήγητος
2 εξηγητέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espletivo esplicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espiratorio (επίθ.)
espirazione (θηλ.ουσ)
espletamento (ουσ αρσ )
espletare (ρ. μτβ.)
espletivo (επίθ.)
esplicabile (επίθ.)
esplicare (ρ. μτβ.)
esplicativo (επίθ.)
esplicazione (θηλ.ουσ)
esplicitamente (επίρ.)
esplicitare (ρ. μτβ.)
esplicitarsi (ρ.μ. (αντων.))
esplicito (επίθ.)
esplodente (ουσ αρσ )
esplodente (επίθ.)
esplodere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
esploditore (ουσ αρσ )
esplorabile (επίθ.)
esplorare (ρ. μτβ.)
esplorativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---