Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesplodènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [esploˈdɛnte] εκρηκτικό esplodènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [esploˈdɛnte] 1 δυναμιτιστικός 2 εκρηκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |