Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esponènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [espoˈnɛnte]

1 εκπρόσωπος
2 μέλος
3 βουλευτής
4 απεσταλμένος
5 ομιλητής αντιπρόσωπος άλλων
6 κυβερνητικός εκπρόσωπος
7 υποστηρικτής
8 αιτών
9 αναφέρων
10 αντιπρόσωπος
11 ερμηνευτής
12 υπέρμαχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esploso esponenziale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esplorazione (θηλ.ουσ)
esplosione (θηλ.ουσ)
esplosivo (ουσ αρσ )
esplosivo (επίθ.)
esploso (επίθ.)
esponente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esponenziale (επίθ.)
esporre (ρ. μτβ.)
esporsi (ρ.μ. (αντων.))
esportabile (επίθ.)
esportare (ρ. μτβ.)
esportatore (ουσ αρσ )
esportatore (επίθ.)
esportazione (θηλ.ουσ)
esposimetro (ουσ αρσ )
espositivo (επίθ.)
espositore (ουσ αρσ )
espositore (επίθ.)
esposizione (θηλ.ουσ)
esposto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---