Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espósto, espòsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈposto], [esˈpɔsto]

1 έκθετο μωρό
2 αναφορά
3 λογοδοσία
4 έκθεση
5 απολογισμός

espósto, espòsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈposto], [esˈpɔsto]

εκτεθειμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esposizione espressamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


esposto a nord = βορινός [-ή, -ό]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esposimetro (ουσ αρσ )
espositivo (επίθ.)
espositore (ουσ αρσ )
espositore (επίθ.)
esposizione (θηλ.ουσ)
esposto (ουσ αρσ )
esposto (επίθ.)
espressamente (επίρ.)
espressione (θηλ.ουσ)
espressionismo (ουσ αρσ )
espressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espressionistico (επίθ.)
espressività (θηλ.ουσ)
espressivo (επίθ.)
espresso (ουσ αρσ )
espresso (επίθ.)
esprimere (ρ. μτβ.)
esprimersi (ρ.μ. (αντων.))
esprimibile (επίθ.)
espropriare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---