Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόespósto, espòsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [esˈposto], [esˈpɔsto] 1 έκθετο μωρό 2 αναφορά 3 λογοδοσία 4 έκθεση 5 απολογισμός espósto, espòsto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [esˈposto], [esˈpɔsto] εκτεθειμένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαesposto a nord = βορινός [-ή, -ό] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |