Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esposizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [espozitˈtsjone]

η έκθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espositore esposto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esportazione (θηλ.ουσ)
esposimetro (ουσ αρσ )
espositivo (επίθ.)
espositore (ουσ αρσ )
espositore (επίθ.)
esposizione (θηλ.ουσ)
esposto (ουσ αρσ )
esposto (επίθ.)
espressamente (επίρ.)
espressione (θηλ.ουσ)
espressionismo (ουσ αρσ )
espressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espressionistico (επίθ.)
espressività (θηλ.ουσ)
espressivo (επίθ.)
espresso (ουσ αρσ )
espresso (επίθ.)
esprimere (ρ. μτβ.)
esprimersi (ρ.μ. (αντων.))
esprimibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---