Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esprèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈprɛsso]

1 (lettera, treno) το εξπρές
2 (caffè) το εσπρέσο

esprèsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈprɛsso]

1 βέβαιος
2 σαφής
3 ακριβής
4 γρήγορος
5 θετικός
6 αναμφίβολος
7 κατηγορηματικός
8 ρητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espressivo esprimere  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


per espresso = κατεπείγον


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espressionismo (ουσ αρσ )
espressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espressionistico (επίθ.)
espressività (θηλ.ουσ)
espressivo (επίθ.)
espresso (ουσ αρσ )
espresso (επίθ.)
esprimere (ρ. μτβ.)
esprimersi (ρ.μ. (αντων.))
esprimibile (επίθ.)
espropriare (ρ. μτβ.)
espropriazione (θηλ.ουσ)
esproprio (ουσ αρσ )
espugnabile (επίθ.)
espugnare (ρ. μτβ.)
espugnatore (ουσ αρσ )
espugnazione (θηλ.ουσ)
espulsione (θηλ.ουσ)
espulsivo (επίθ.)
espulso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---