Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espùlso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈpulso]

1 εκβληθείς
2 απωθημένος
3 αποβληθείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espulsivo espulsore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espugnare (ρ. μτβ.)
espugnatore (ουσ αρσ )
espugnazione (θηλ.ουσ)
espulsione (θηλ.ουσ)
espulsivo (επίθ.)
espulso (αρσ. επίθ και ουσ)
espulsore (ουσ αρσ )
espungere (ρ. μτβ.)
espunzione (θηλ.ουσ)
espurgare (ρ. μτβ.)
espurgatore (ουσ αρσ )
espurgazione (θηλ.ουσ)
esquimese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
essa (προσωπ. αντων.)
esse (ουσ αρσ και θηλ.)
esse (προσωπ. αντων.)
essenza (θηλ.ουσ)
essenziale (ουσ αρσ )
essenziale (επίθ.)
essenzialità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---