Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


essenziàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [essenˈtsjale]

η ουσία

essenziàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [essenˈtsjale]

ουσιώδης (-ης, -ες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  essenza essenzialità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


l'essenziale è... = το βασικό είναι...


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esquimese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
essa (προσωπ. αντων.)
esse (ουσ αρσ και θηλ.)
esse (προσωπ. αντων.)
essenza (θηλ.ουσ)
essenziale (ουσ αρσ )
essenziale (επίθ.)
essenzialità (θηλ.ουσ)
essenzialmente (επίρ.)
essere (ουσ αρσ )
essere (ρ.αμτβ.)
esserino (ουσ αρσ )
essi (προσωπ. αντων.)
essiccamento (ουσ αρσ )
essiccante (επίθ.)
essiccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
essiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
essiccativo (αρσ. επίθ και ουσ)
essiccato (επίθ.)
essiccatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---