ItalianoGreco


essenziàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [essenˈtsjale]

η ουσία

essenziàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [essenˈtsjale]

ουσιώδης (-ης, -ες)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


l'essenziale è... = το βασικό είναι...



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---