Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόessiccaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [essikkaˈmento] 1 αποξήρανση 2 στέγνωμα 3 ξήρανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |