Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


essiccatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [essikkaˈtojo]

1 ξηραντήρας
2 συσκευή ή κατασκευή στεγνώματος
3 στεγνωτήρας
4 ξηραντήριο
5 στεγνωτήριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  essiccato essiccatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

essiccante (επίθ.)
essiccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
essiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
essiccativo (αρσ. επίθ και ουσ)
essiccato (επίθ.)
essiccatoio (ουσ αρσ )
essiccatore (ουσ αρσ )
essiccazione (θηλ.ουσ)
esso (προσωπ. αντων.)
essoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
essoterismo (ουσ αρσ )
essudare (ρ.αμτβ.)
essudativo (επίθ.)
essudato (αρσ. επίθ και ουσ)
essudazione (θηλ.ουσ)
est (ουσ αρσ )
est (επίθ.)
estasi (θηλ.ουσ)
estasiare (ρ. μτβ.)
estasiarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---