ItalianoGreco


essiccatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [essikkaˈtojo]

1 ξηραντήρας
2 συσκευή ή κατασκευή στεγνώματος
3 στεγνωτήρας
4 ξηραντήριο
5 στεγνωτήριο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---