Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èst  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛst]

η Ανατολή

èst  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛst]

ανατολικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  essudazione estasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

essoterismo (ουσ αρσ )
essudare (ρ.αμτβ.)
essudativo (επίθ.)
essudato (αρσ. επίθ και ουσ)
essudazione (θηλ.ουσ)
est (ουσ αρσ )
est (επίθ.)
estasi (θηλ.ουσ)
estasiare (ρ. μτβ.)
estasiarsi (ρ.μ. (αντων.))
estasiato (επίθ.)
estate (θηλ.ουσ)
estatico (επίθ.)
estemporaneamente (επίρ.)
estemporaneità (θηλ.ουσ)
estemporaneo (επίθ.)
estendere (ρ. μτβ.)
estendersi (ρ.μ. (αντων.))
estendibile (επίθ.)
estensibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---