ItalianoGreco


estèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈtɛndere]

επεκτείνω

estendersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [esˈtɛndersi]

1 διαδίδομαι
2 παρατείνομαι
3 επεκτείνομαι
4 εκτείνομαι
5 απλώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---