Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estensìmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [estenˈsimetro]

1 δυναμόμετρο
2 όργανο μέτρησης έντασης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estensibile estensione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estemporaneo (επίθ.)
estendere (ρ. μτβ.)
estendersi (ρ.μ. (αντων.))
estendibile (επίθ.)
estensibile (επίθ.)
estensimetro (ουσ αρσ )
estensione (θηλ.ουσ)
estensivo (επίθ.)
estensore (ουσ αρσ )
estensore (επίθ.)
estenuante (επίθ.)
estenuare (ρ. μτβ.)
estenuarsi (ρ.μ. (αντων.))
estenuativo (επίθ.)
estenuato (επίθ.)
estenuazione (θηλ.ουσ)
estere (ουσ αρσ )
esterificare (ρ. μτβ.)
esterificazione (θηλ.ουσ)
esteriore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---