Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estensóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [estenˈsore]

1 σχεδιαστής
2 όργανο γυμναστικής για άνοιγμα του στήθους
3 εκτείνων μυς
4 συγγραφέας
5 εκδότης νομικού εγγράφου
6 πρωτουργός

estensóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [estenˈsore]

εκτείνων (μυς)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estensivo estenuante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estendibile (επίθ.)
estensibile (επίθ.)
estensimetro (ουσ αρσ )
estensione (θηλ.ουσ)
estensivo (επίθ.)
estensore (ουσ αρσ )
estensore (επίθ.)
estenuante (επίθ.)
estenuare (ρ. μτβ.)
estenuarsi (ρ.μ. (αντων.))
estenuativo (επίθ.)
estenuato (επίθ.)
estenuazione (θηλ.ουσ)
estere (ουσ αρσ )
esterificare (ρ. μτβ.)
esterificazione (θηλ.ουσ)
esteriore (ουσ αρσ )
esteriore (επίθ.)
esteriorità (θηλ.ουσ)
esteriorizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---