Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esteriorizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [esterjoridˈdzare]

1 εκδηλώνω κάτι ενδόμυχο
2 εξωτερικεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esteriorità esteriorizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esterificare (ρ. μτβ.)
esterificazione (θηλ.ουσ)
esteriore (ουσ αρσ )
esteriore (επίθ.)
esteriorità (θηλ.ουσ)
esteriorizzare (ρ. μτβ.)
esteriorizzazione (θηλ.ουσ)
esteriormente (επίρ.)
esternamente (επίρ.)
esternare (ρ. μτβ.)
esternarsi (ρ.μ. (αντων.))
esterno (ουσ αρσ )
esterno (επίθ.)
estero (ουσ αρσ )
estero (επίθ.)
esterofilia (θηλ.ουσ)
esterofilo (ουσ αρσ )
esterofilo (επίθ.)
esterrefatto (επίθ.)
estesamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---