Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estesaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [estesaˈmente]

1 εν εκτάσει
2 στο ακέραιο
3 σε μεγάλο βαθμό
4 εκτεταμένα
5 ευρέως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esterrefatto estesiologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estero (επίθ.)
esterofilia (θηλ.ουσ)
esterofilo (ουσ αρσ )
esterofilo (επίθ.)
esterrefatto (επίθ.)
estesamente (επίρ.)
estesiologia (θηλ.ουσ)
estesiometro (ουσ αρσ )
esteso (επίθ.)
esteta (ουσ αρσ και θηλ.)
estetica (θηλ.ουσ)
esteticamente (επίρ.)
estetico (επίθ.)
estetismo (ουσ αρσ )
estetista (ουσ αρσ και θηλ.)
estetistico (επίθ.)
estetizzare (ρ.αμτβ.)
estimabile (επίθ.)
estimare (ρ. μτβ.)
estimativa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---