Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesteròfilo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,ɛsteˈrɔfilo] ξενομανής άνθρωπος esteròfilo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,ɛsteˈrɔfilo] 1 ξενομανής 2 ξενολάτρης 3 ξενόφιλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |