Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόestèrno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [esˈtɛrno] η όψη estèrno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [esˈtɛrno] εξωτερικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |