Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesterofilìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,ɛsterofiˈlia] 1 ξενομανία 2 ξενολατρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |