Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόèstero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛstero] ο εξωτερικός èstero επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈɛstero] εξωτερικός (-ή, -ό), αλλοδαπός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |