Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estimatìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [estimaˈtiva]

1 αποτίμηση
2 εκτίμηση
3 δικαστική απόφαση
4 κρίση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estimare estimatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estetista (ουσ αρσ και θηλ.)
estetistico (επίθ.)
estetizzare (ρ.αμτβ.)
estimabile (επίθ.)
estimare (ρ. μτβ.)
estimativa (θηλ.ουσ)
estimatore (ουσ αρσ )
estimatorio (επίθ.)
estimo (ουσ αρσ )
estinguere (ρ. μτβ.)
estinguersi (ρ.μ. (αντων.))
estinguibile (επίθ.)
estinto (ουσ αρσ )
estinto (επίθ.)
estintore (ουσ αρσ )
estinzione (θηλ.ουσ)
estirpabile (επίθ.)
estirpare (ρ. μτβ.)
estirpatore (ουσ αρσ )
estirpatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---