Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estinguìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [estinˈgwibile]

που μπορεί να σβηστεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estinguersi estinto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estimatore (ουσ αρσ )
estimatorio (επίθ.)
estimo (ουσ αρσ )
estinguere (ρ. μτβ.)
estinguersi (ρ.μ. (αντων.))
estinguibile (επίθ.)
estinto (ουσ αρσ )
estinto (επίθ.)
estintore (ουσ αρσ )
estinzione (θηλ.ουσ)
estirpabile (επίθ.)
estirpare (ρ. μτβ.)
estirpatore (ουσ αρσ )
estirpatore (επίθ.)
estirpatura (θηλ.ουσ)
estirpazione (θηλ.ουσ)
estivare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
estivazione (θηλ.ουσ)
estivo (επίθ.)
estone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---