Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estìnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈtinto]

1 αποθανών
2 νεκρός
3 μακαρίτης
4 εκλιπών

estìnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈtinto]

1 εξοφλημένος
2 σβησμένος
3 εκπληρωμένος
4 σβηστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estinguibile estintore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estimatorio (επίθ.)
estimo (ουσ αρσ )
estinguere (ρ. μτβ.)
estinguersi (ρ.μ. (αντων.))
estinguibile (επίθ.)
estinto (ουσ αρσ )
estinto (επίθ.)
estintore (ουσ αρσ )
estinzione (θηλ.ουσ)
estirpabile (επίθ.)
estirpare (ρ. μτβ.)
estirpatore (ουσ αρσ )
estirpatore (επίθ.)
estirpatura (θηλ.ουσ)
estirpazione (θηλ.ουσ)
estivare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
estivazione (θηλ.ουσ)
estivo (επίθ.)
estone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Estonia (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---