Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόestirpazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [estirpatˈtsjone] 1 εξαγωγή 2 αφανισμός 3 εκρίζωση 4 ξερίζωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |