Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estirpazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [estirpatˈtsjone]

1 εξαγωγή
2 αφανισμός
3 εκρίζωση
4 ξερίζωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estirpatura estivare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estirpabile (επίθ.)
estirpare (ρ. μτβ.)
estirpatore (ουσ αρσ )
estirpatore (επίθ.)
estirpatura (θηλ.ουσ)
estirpazione (θηλ.ουσ)
estivare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
estivazione (θηλ.ουσ)
estivo (επίθ.)
estone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Estonia (κύρ.όν. θηλ.)
estorcere (ρ. μτβ.)
estorsione (θηλ.ουσ)
estradare (ρ. μτβ.)
estradizione (θηλ.ουσ)
estradosso (ουσ αρσ )
estradotale (επίθ.)
estragalattico (επίθ.)
estragiudiziale (επίθ.)
estraibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---