ItalianoGreco


estradòsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [estraˈdɔsso]

1 κοίλη και εσωτερική επιφάνεια αρχιτεκτονικού τόξου
2 εσωτερικό καμάρας ή τόξου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---