Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estradòsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [estraˈdɔsso]

1 κοίλη και εσωτερική επιφάνεια αρχιτεκτονικού τόξου
2 εσωτερικό καμάρας ή τόξου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estradizione estradotale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Estonia (κύρ.όν. θηλ.)
estorcere (ρ. μτβ.)
estorsione (θηλ.ουσ)
estradare (ρ. μτβ.)
estradizione (θηλ.ουσ)
estradosso (ουσ αρσ )
estradotale (επίθ.)
estragalattico (επίθ.)
estragiudiziale (επίθ.)
estraibile (επίθ.)
estrale (επίθ.)
estralegale (επίθ.)
estraneità (θηλ.ουσ)
estraneo (ουσ αρσ )
estraneo (επίθ.)
estraniare (ρ. μτβ.)
estraniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
estraparlamentare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estrapolare (ρ. μτβ.)
estrapolazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---