Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estraniàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [estraˈnjare]

1 αλλοτριώνω
2 αποξενώνω
3 αποκληρώνω

estraniàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [estraˈnjarsi]

1 αλλοτριώνομαι
2 αποξενώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estraneo estraparlamentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estrale (επίθ.)
estralegale (επίθ.)
estraneità (θηλ.ουσ)
estraneo (ουσ αρσ )
estraneo (επίθ.)
estraniare (ρ. μτβ.)
estraniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
estraparlamentare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estrapolare (ρ. μτβ.)
estrapolazione (θηλ.ουσ)
estrarre (ρ. μτβ.)
estraterritoriale (επίθ.)
estrattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
estratto (ουσ αρσ )
estratto (επίθ.)
estrattore (ουσ αρσ )
estrazione (θηλ.ουσ)
estrema (θηλ.ουσ)
estremamente (επίρ.)
estremismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---